- διθυραμβογράφος
- διθυραμβο-γράφος, Dithyramben schreibend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
διθυραμβογράφος — διθυραμβογράφος, ο (Μ) ποιητής διθυράμβων … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
διθυραμβογραφώ — διθυραμβογραφῶ ( έω) (Μ) [διθυραμβογράφος] γράφω διθυράμβους … Dictionary of Greek